- Κυκλοβόρου
- Κυκλοβόροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… … Dictionary of Greek